
Η κοιλιοκάκη είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα που προκαλεί βλάβη στο λεπτό έντερο, σε άτομα με γενετική προδιάθεση, μετά την κατανάλωση «γλουτένης», μιας πρωτεΐνης που υπάρχει σε κύρια δημητριακά της δίαιτάς μας: σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη. Δηλαδή η κατανάλωση γλουτένης σε αυτά τα άτομα είναι ο παράγοντας που πυροδοτεί την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, προσβάλλοντας το έντερο. Στην Ελλάδα έχουμε λίγα στοιχεία για τη συχνότητά της, οπότε θεωρούμε πως αφορά περίπου 1% του πληθυσμού, όπως εκτιμάται στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως. Για τη διάγνωσή της υπεύθυνοι/ες είναι οι γαστρεντερολόγοι.
Η αντιμετώπιση της κοιλιοκάκης είναι αμιγώς διατροφική -μέχρι σήμερα-και όντως αφορά την πλήρη απομάκρυνση της γλουτένης από τη δίαιτα του ατόμου. Η αποτελεσματικότητα της δίαιτας χωρίς γλουτένη σε αυτή την περίπτωση είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Εντός ημερών ή εβδομάδων μετά την εφαρμογή της υποχωρούν τα συμπτώματα, που συνήθως εμφανίζονται στην κλασική μορφή της κοιλιοκάκης, ενώ η επούλωση του εντέρου μπορεί να επέλθει εντός λίγων μηνών έως 2 ετών. Για αυτό παρά τις δυσκολίες στην εφαρμογή της, τα άτομα δηλώνουν κατά κύριο λόγο ανακούφιση μετά τη διάγνωση, διότι αισθάνονται υγιή ξανά. Επίσης, το σημαντικό είναι ότι η προσκόλληση στη δίαιτα χωρίς γλουτένη μακροχρονίως μπορεί να μειώσει πολλές από τις συννοσηρότητες που συνοδεύουν την κοιλιοκάκη, σε βαθμό μάλιστα που διάφοροι κίνδυνοι για την υγεία εξομοιώνονται με αυτούς που έχουν τα άτομα χωρίς κοιλιοκάκη.
Συνίσταται στην απομάκρυνση των πηγών που περιέχουν γλουτένη και μπορούν να καταναλωθούν από το στόμα. Προφανώς, το μεγαλύτερο μέρος αφορά τρόφιμα που παράγονται από τα «ενοχοποιά» δημητριακά και τα άλευρά τους: όλα τα είδη του σιταριού, κριθάρι, σίκαλη, σε κάποιες περιπτώσεις και βρόμη. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι αφορά μεγάλο μέρος τροφίμων (π.χ. ψωμί, παξιμάδια, ζυμαρικά), που καταναλώνονται ως βασικά τρόφιμα, ειδικά στη Μεσόγειο. Για να ξεπεραστεί αυτός ο περιορισμός, υπάρχουν στην αγορά αντίστοιχα ειδικά παρασκευασμένα τρόφιμα χωρίς γλουτένη, που φέρουν και την απαραίτητη επισήμανση. Επειδή όμως η γλουτένη προσφέρει συνοχή και αντοχή σε ένα προϊόν, είναι ιδιαιτέρως αγαπητή στη βιομηχανία των τροφίμων, οπότε χρησιμοποιείται συχνά ως πρόσθετο σε τρόφιμα που δεν υποψιαζόμαστε ότι μπορεί να την περιέχουν, ενώ συχνά μπορεί να μην αναγράφεται στα συστατικά ξεκάθαρα. Για αυτό βασικό μέρος της εκπαίδευσης των ατόμων με κοιλιοκάκη είναι η αναγνώριση των ασφαλών ή μη τροφίμων. Ας αναφερθεί ότι ως προς τις υπόλοιπες βασικές ομάδες τροφίμων (γαλακτοκομικά, κρέας, φρούτα, λαχανικά), τα τρόφιμα στη συμβατική τους μορφή, χωρίς δηλ. επεξεργασία με άλευρα, είναι ασφαλή για κατανάλωση.
Η σύσταση που ισχύει στις μέρες μας και υποστηρίζεται από όλους τους σχετικούς επίσημους ιατρικούς και επιστημονικούς φορείς είναι πως η δίαιτα χωρίς γλουτένη πρέπει να ακολουθείται δια βίου και αυστηρά από ένα άτομο με κοιλιοκάκη. Το σημείο αυτό αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο στην προσκόλληση στη δίαιτα, και τα άτομα με κοιλιοκάκη αναρωτιούνται δικαίως εάν υπάρχει ένα ατομικό όριο ανοχής που μπορεί να επιτρέπει μια πιο ελαστική υιοθέτηση της δίαιτας χωρίς γλουτένη. Όντως, φαίνεται να υπάρχει διακύμανση στο πόση γλουτένη ανέχεται ένα άτομο, όμως αφενός δεν είναι τόσο υψηλό το όριο ανοχής ώστε να επιτρέπει να καταναλώνεται γλουτένη συστηματικά, αφετέρου δεν υπάρχει τρόπος να το μετρήσουμε. Για αυτό στη συμβουλευτική μας εκπαιδεύουμε τα άτομα με κοιλιοκάκη να αποφεύγουν και πηγές πιθανής «επιμόλυνσης» με γλουτένη. Πάντως, μελέτες δείχνουν ότι όταν τα άτομα με κοιλιοκάκη ακολουθούν τη δίαιτα πιστά και συνειδητά, η ακούσια έκθεση σε ίχνη δεν αναμένεται να προκαλέσει διαταραχές.
Μια ιδιαιτερότητα της αντιμετώπισης της κοιλιοκάκης σε σχέση με άλλες νοσογόνες καταστάσεις είναι ότι η αντιμετώπισή της είναι αμιγώς διατροφική. Αυτό έχει πλεονεκτήματα και μειοντεκτήματα. Μιλώντας για εμπόδια στην εφαρμογή της, η κυριότερη πρόκληση -και πηγή άγχους για τα άτομα- είναι ότι καλούνται να λαμβάνουν «τη θεραπεία τους» οποτεδήποτε τρώνε. Αντιλαμβάνεστε, συνεπώς, ότι κάθε διατροφικό επεισόδιο είναι μία πρόκληση, όπου το άτομο πρέπει να σκεφτεί και να κρίνει την ασφάλεια αυτού που πρόκειται να καταναλώσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ειδικά το φαγητό εκτός σπιτιού αναφέρεται από τα άτομα με κοιλιοκάκη -παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα- ως το συχνότερο εμπόδιο στην τήρηση της δίαιτάς τους. Το σημείο αυτό σχετίζεται και με την κουλτούρα κάθε χώρας, σε ποιο βαθμό η κοινωνία είναι «φιλική για την κοιλιοκάκη», και άτομα με κοιλιοκάκη που ζουν στην Ελλάδα αναφέρουν πως η χώρα μας μειονεκτεί σε αυτό το κομμάτι.
Τα εμπόδια για την προσκόλληση στη δίαιτα χωρίς γλουτένη έχουν από την επιστημονική κοινότητα περιγραφεί σε διάφορα επίπεδα, που αφορούν το ίδιο το άτομο, τις διαπροσωπικές του σχέσεις, και βεβαίως την ευρύτερη οργάνωση του τόπου όπου ζούμε και του συστήματος υγείας. Για παράδειγμα, το κόστος των προϊόντων χωρίς γλουτένη στην αγορά είναι αποδεδειγμένα -και σταθερά στα χρόνια- υψηλότερο από αυτό των συμβατικών, όπως διαπιστώνουμε και από μελέτες στην Ελλάδα. Για αυτό η κρατική αποζημίωση που υπάρχει μπορεί να προσφέρει σημαντική ανακούφιση. Σε ό,τι αφορά τους/τις διαιτολόγους μπορούμε να συνεισφέρουμε στο να μετριαστούν ορισμένα εμπόδια στην προσκόλληση, προσφέροντας έγκυρη εκπαίδευση και επιδιώκοντας τη μακροχρόνια παρακολούθηση των ατόμων με κοιλιοκάκη, η οποία δυστυχώς παραμένει περιορισμένη στη χώρα μας.
Στα άτομα με κοιλιοκάκη είναι συχνές ορισμένες ελλείψεις θρεπτικών συστατικών και η επιστημονική κοινότητα διερευνά κατά πόσο, ειδικά μακροχρονίως, συμβάλλει σε αυτές η δίαιτα αυτή καθαυτή. Στο πλαίσιο αυτό αξιολογείται και η θρεπτική αξία των προϊόντων χωρίς γλουτένη, η οποία παλαιότερα κρινόταν ως φτωχότερη των συμβατικών. Συνοψίζοντας, όμως, νεότερα δεδομένα, όχι μόνο από τη διεθνή βιβλιογραφία αλλά και από μελέτες στη χώρα μας, φαίνεται ότι οι όποιες μη ισορροπημένες διατροφικές συνήθειες παρατηρούνται στα άτομα με κοιλιοκάκη είναι μάλλον παρόμοιες με αυτές του υπόλοιπου πληθυσμού, ενώ τα προϊόντα χωρίς γλουτένη άλλοτε υπερτερούν και άλλοτε υπολείπονται της διατροφικής αξίας των αντίστοιχων συμβατικών προϊόντων. Στην πράξη θεωρούμε μια μάλλον παρόμοια διατροφική αξία και συστήνουμε η δίαιτα χωρίς γλουτένη να στηρίζεται όσο τον δυνατόν σε φυσικά χωρίς γλουτένη τρόφιμα. Και αυτό αποτελεί έναν από τους στόχους της διατροφικής φροντίδας που καλούμαστε οι διαιτολόγοι να προσφέρουμε στα άτομα με κοιλιοκάκη -την επίτευξη μιας ισορρροπημένης υγιεινής δίαιτας, δηλαδή για τη χώρα μας, μια Μεσογειακή δίατας χωρίς γλουτένη.