Η δυσθρεψία αποτελεί ένα σημαντικό διατροφικό πρόβλημα, που αναφέρεται στην
κατάσταση κακής ή ανεπαρκούς θρέψης. Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες, που μπορούν
να οδηγήσουν στην εμφάνισή της, όπως μία οξεία ή χρόνια νόσος, για παράδειγμα η
σοβαρή οξεία παγκρεατίτιδα ή η χρόνια νεφρική νόσος. Επίσης, προβλήματα που
σχετίζονται με τη μάσηση και την κατάποση αλλά και προβλήματα στην πέψη ή την
απορρόφηση θρεπτικών συστατικών, όπως παρατηρούνται στα φλεγμονώδη νοσήματα
του εντέρου αποτελούν επιπλέον προδιαθεσικούς παράγοντες. Πέραν, όμως, των
ιατρικών προβλημάτων η δυσθρεψία σχετίζεται και εντείνεται από κοινωνικοοικονομικά
προβλήματα ή οτιδήποτε μπορεί να δυσχεράνει την πρόσβαση σε τροφή. Η
μοναχικότητα-μοναχική διαβίωση ή η αδυναμία παρασκευής ενός πλήρους γεύματος είναι
συχνοί παράγοντες που οδηγούν σε μη επαρκή σίτιση, όπως και η κατάθλιψη, η οποία
συχνά συνοδεύεται από αδιαφορία για την ορθή σίτιση. Τα παραπάνω μπορούν να
οδηγήσουν σε ακούσια απώλεια σωματικού βάρους (απώλεια βάρους χωρίς συστηματική
προσπάθεια) ή/και μειωμένη μυϊκή μάζα, που αποτελούν χαρακτηριστικά σημάδια της
δυσθρεψίας.
Υπολογίζεται, πως περίπου 39 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως εμφανίζουν υψηλό
κίνδυνο δυσθρεψίας. Επιπλέον, πρόσφατα επιδημιολογικά δεδομένα του Παγκόσμιου
Οργανισμού Υγείας επισημαίνουν, πως η δυσθρεψία εμφανίζεται σε 30-50% των
νοσηλευόμενων ασθενών, 40% των ασθενών με καρκίνο και 38-78% των βαρέως
πασχόντων ασθενών στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Δεν περιορίζεται, ωστόσο,
μόνο στις κλινικές και στα νοσοκομεία, αφού λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την κοινότητα
φαίνεται να επηρεάζει συνολικά το 30-70% των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας ανάμεσά
μας.
Η δυσθρεψία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τόσο το ίδιο το άτομο όσο και την πολιτεία.
Αναφορικά με το άτομο, μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια μυϊκής μάζας και μυϊκής
δύναμης, με συνεπακόλουθο περιορισμό της κινητικότητας και αύξηση του κινδύνου
πτώσεων και καταγμάτων, σε δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και αύξηση
του κινδύνου λοιμώξεων, καθώς και σε διαταραχή της ποιότητας ζωής του ατόμου, αφού
παρατηρούνται μειωμένη ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης και αρνητική επίδραση στην
ψυχική υγεία.
Όσον αφορά την πολιτεία, η δυσθρεψία επιβαρύνει σημαντικά το σύστημα υγείας, καθώς
σχετίζεται με αύξηση της πιθανότητας ενός ατόμου να νοσηλευτεί, να έχει μετεγχειρητικές
επιπλοκές και να παραμείνει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο,
αυξάνοντας έτσι τη χρήση δομών και οικονομικών πόρων.
Από τα προαναφερθέντα μπορούμε να συμπεράνουμε τη σημασία της πρόληψης εμφάνισης της δυσθρεψίας και της έγκαιρης αντιμετώπισής της. Για να μπορέσουμε να το επιτύχουμε έχουμε στη διάθεσή μας εργαλεία, ώστε, αρχικά, να “ανιχνεύσουμε”, δηλαδή να εντοπίσουμε όσα άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο ή έχουν ήδη δυσθρεψία. Η ανίχνευση αυτή εφαρμόζεται, κατά κανόνα, σε κλινικό περιβάλλον, μπορεί όμως και πρέπει να πραγματοποιείται και στα πλαίσια της κοινότητας με έγκυρα, εύκολα και αξιόπιστα ερωτηματολόγια, τα οποία μπορούν να διενεργηθούν, μέσα σε λίγα λεπτά, από επαγγελματίες υγείας. Η ανίχνευση θα πρέπει να πραγματοποιείται και να επαναλαμβάνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να ανιχνεύονται εγκαίρως οι αλλαγές στη διατροφική κατάσταση των ατόμων. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί, ότι η δυσθρεψία και η ανίχνευσή της αφορούν όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως σωματικού βάρους. Ειδικότερα, στη σύγχρονη κοινωνία, που χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά υπέρβαρου και παχυσαρκίας, πολλές φορές τα άτομα αυτά δεν λαμβάνουν την πρέπουσα σημασία. Συνεπώς, και τα άτομα με υπερβαρότητα ή παχυσαρκία μπορεί να εμφανίζουν κίνδυνο δυσθρεψίας (π.χ. μπορεί να παρατηρούν ακούσια απώλεια σωματικού βάρους, που λαμβάνεται λανθασμένα ως θετική) και θα πρέπει να υποβάλλονται σε ερωτηματολόγια ανίχνευσης διατροφικού κινδύνου.
Αν και η σημασία της έχει ληφθεί υπ’ όψιν από τους αρμόδιους φορείς και περιλαμβάνεται σε πρωτόκολλα διατροφικής φροντίδας νοσηλευόμενων ασθενών, ποικίλοι παράγοντες, που σχετίζονται κυρίως με την υποστελέχωση των δημόσιων δομών και την έλλειψη διαθέσιμου χρόνου από την πλευρά των επαγγελματιών υγείας, δεν επιτρέπουν την εφαρμογή τους, με αποτέλεσμα πολλά άτομα με κίνδυνο εμφάνισης δυσθρεψίας να διαφεύγουν από την προσοχή του συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση, όσα άτομα διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης δυσθρεψίας, θα πρέπει να παραπεμφθούν σε επαγγελματία διαιτολόγο-διατροφολόγο, ώστε να πραγματοποιηθεί λεπτομερής διατροφική αξιολόγηση μέσω λήψης πλήρους ιατρικού ιστορικού, εκτίμησης της ποσότητας και του είδους των τροφίμων που καταναλώνονται, εκτίμησης του βάρους και της μυϊκής μάζας μέσω εξειδικευμένων μετρήσεων και αξιολόγησης ορισμένων εργαστηριακών εξετάσεων. Αναλόγως των αποτελεσμάτων, ο/η διαιτολόγος θα συστήσει την κατάλληλη παρέμβαση, η οποία μπορεί να αφορά, στην πλειονότητα των ατόμων, την παροχή διατροφικών συμβουλών και πιθανώς τη χορήγηση από του στόματος διατροφικών συμπληρωμάτων ή σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις την παροχή της αποκαλούμενης «τεχνητής σίτισης», που περιλαμβάνει τη σίτιση μέσω ρινογαστρικού/ρινοεντερικού σωλήνα ή γαστροστομίας/νηστιδοστομίας ή/και ενδοφλέβιας σίτισης.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα, η δυσθρεψία υποδιαγιγνώσκεται και δεν αντιμετωπίζεται έγκαιρα και επαρκώς. Συχνά, τα άτομα φθάνουν να λάβουν υποστήριξη όταν έχει υποβαθμιστεί σημαντικά η κατάσταση θρέψης τους. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί, βέβαια, μόνο ελληνικό φαινόμενο, για αυτό και τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει διεθνείς και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες σχετικά με την ευαισθητοποίηση της πολιτείας, των επαγγελματιών υγείας, αλλά και του κοινού για τη σημασία της.
Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Διαιτολόγων-Διατροφολόγων και η Ομάδα Εργασίας Κλινικής Διατροφής σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Διατροφής και Μεταβολισμού συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ευαισθητοποίηση σχετικά με τη δυσθρεψία και μέσω μίας σειράς δράσεων, το μήνα Νοέμβριο, στοχεύουν στη διάδοση του μηνύματος, ότι η δυσθρεψία μας αφορά ως κράτος, ως επαγγελματίες υγείας, ως νοσούντες/νοσήσασες και ως φροντιστές/ντριες.
Βιβλιογραφικές πηγές