Μια από τις πολλές αλλαγές που έφερε η πανδημία της COVID-19 στις ζωές μας ήταν και η ταχεία μετάβαση στην παροχή υπηρεσιών υγείας μέσω ψηφιακών εργαλείων. Έτσι, πολλά άτομα που επιχειρούν να διαχειριστούν το βάρος τους τα τελευταία δυο χρόνια άλλαξαν τα «παραδοσιακά» ραντεβού τους με Διαιτολόγο-Διατροφολόγο με ηλεκτρονικές συνεδρίες, διεξαγώμενες από την άνεση του προσωπικού τους χώρου. Για τους ενήλικες, αυτή ήταν μια μάλλον ασφαλής διαδικασία. Άλλωστε, η επιστήμη έχει δείξει πως οι ηλεκτρονικές παρεμβάσεις για την απώλεια βάρους είναι αποδοτικές, με την απώλεια βάρους που σημειώνεται μέσω ηλεκτρονικών παρεμβάσεων να είναι ίση ή ελάχιστα μικρότερη από εκείνη που επιτυγχάνεται μέσω παραδοσιακών μεθόδων. Όταν μιλάμε, όμως, για παιδιά και εφήβους, η κατάσταση δεν είναι απαραιτήτως ίδια.
Μέχρι προσφάτως, ήταν γνωστό πως οι ψηφιακές παρεμβάσεις σε παιδιά και εφήβους ήταν αποδοτικές ως προς την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας και τη βελτίωση διαφόρων διαιτητικών συμπεριφορών, όπως η αύξηση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών, η μείωση της κατανάλωσης αναψυκτικών με ζάχαρη και η μείωση της κατανάλωσης λίπους. Ωστόσο, καμία από τις παραπάνω παρεμβάσεις δεν φάνηκε να οδηγεί σε σημαντική βελτίωση στο βάρος των παιδιών και των εφήβων.
Για την αξιολόγηση της επίδρασης των ψηφιακών παρεμβάσεων στο βάρος των παιδιών και των εφήβων, επιστημονική ομάδα από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο δημοσίευσε προσφάτως μια σχετική συγκεντρωτική ανάλυση, στο πλαίσιο του προγράμματος Nutrishield*, που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (επιστημονικά υπεύθυνος για το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο: κ. Δημοσθένης Παναγιωτάκος, Καθηγητής). Η ανάλυση περιελάμβανε 8 μελέτες με συνολικά 582 παιδιά και εφήβους. Στην πλειονότητά τους τα τεχνολογικά μέσα χρησιμοποιούνταν υποστηρικτικά της συμβατικής θεραπείας και οι σύνθετες αυτές παρεμβάσεις συγκρίθηκαν με τη συμβατική θεραπεία μόνο ή με καταστάσεις χωρίς κάποια παρέμβαση. Τα αποτελέσματα υποστηρίζουν πως οι παρεμβάσεις που στηρίζονται στην τεχνολογία μειώνουν σημαντικά τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ένα μέτρο αξιολόγησης της κατάστασης του βάρους) των παιδιών και των εφήβων. Η αποτελεσματικότητά τους είναι εμφανής ειδικά εάν οι μελέτες διαρκούν τουλάχιστον 6 μήνες, και ανεξάρτητα από τη μέθοδο παροχής της ψηφιακής παρέμβασης, δηλαδή είτε αυτή διεξάγεται μέσω διαδικτύου είτε μέσω κινητού. Επιπλέον, τα αποτελέσματα ανέδειξαν τη σημασία της συμμετοχής των γονέων, καθώς οι παρεμβάσεις ήταν αποτελεσματικές μόνο όταν συμμετείχαν με κάποιο τρόπο και οι γονείς, είτε υποστηρίζοντας ενεργά τη διαδικασία είτε έχοντας και οι ίδιοι στόχο να μειώσουν το σωματικό τους βάρος.
Συνεπώς, η προσθήκη τεχνολογικών εργαλείων σε μια παρέμβαση για τη διαχείριση του βάρους παιδιών και εφήβων είναι όχι μόνο εφικτή αλλά και πιο αποδοτική, ειδικά όταν αυτή διαρκεί τουλάχιστον 6 μήνες, και εάν συμπεριλαμβάνει τους γονείς/κηδεμόνες. Καθώς η παχυσαρκία είναι μια νόσος που πρέπει να αντιμετωπίζεται μακροχρονίως, η πανδημία της COVID-19 δεν χρειάζεται να στερεί την πρόσβαση ατόμων με παχυσαρκία σε υπηρεσίες υγείας, καθώς φαίνεται πως η διαχείριση του βάρους μπορεί να γίνει αποδοτικά και με ασφάλεια συνδυάζοντας και την εξ αποστάσεως παρέμβαση.
*NUTRISHIELD: EU funded H2020 project, Fact-based personalised nutrition for the young, https://nutrishield-project.eu/