13.9.2018
Σε νέα πρωτοβουλία για μείωση κατά 10% της ζάχαρης σε όλα ανθρακούχα και μη ανθρακούχα αναψυκτικά προχώρησε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Αναψυκτικών (ΣΕΒΑ), στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη παχυσαρκία.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ευρωπαϊκή βιομηχανία αναψυκτικών Unesda έχει δεσμευθεί να μειώσει τα πρόσθετα σάκχαρα στα προϊόντα της κατά 10% έως το 2020. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, έχει ήδη επιτευχθεί μείωση κατά 12% μεταξύ του 2000 και του 2015.
«Κατανοούμε πλήρως ότι ενώ η ζάχαρη μπορεί να καταναλωθεί σε μέτρια ποσότητα, οι υπερβολές δεν είναι καλές για την υγεία. Και όπως όλα τα τρόφιμα και τα αναψυκτικά, τα προϊόντα ζάχαρης μπορούν να καταναλωθούν ως μέρος ενός ισορροπημένου τρόπου ζωής, υπό την προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι δεν κάνουν υπερβολές», δήλωσε η πρόεδρος του ΣΕΒΑ, Αγγελική Πατρούμπα.
Ειδικότερα, ο Σύνδεσμος τόνισε ότι η αναδιαμόρφωση των προϊόντων θα πρέπει να συνδυαστεί με άλλες δράσεις, όπως διακριτή σήμανση, απαγόρευση διαφήμισης σε παιδιά κάτω των 12 ετών και εισαγωγή μικρότερης συσκευασίας.
Ερωτηθείσα αν η αλλαγή στη γεύση αλλάζει τη συμπεριφορά των καταναλωτών, η κ. Πατρούμπα εξήγησε ότι η γλυκύτητα που προσφέρεται από τη ζάχαρη είναι σημαντική για τη δημιουργία της γεύσης σε πολλά από τα προϊόντα της βιομηχανίας.
«Αναγνωρίζουμε, επίσης, ότι πολλοί καταναλωτές αγαπούν την «παραδοσιακή» γεύση των προϊόντων μας, αλλά αναζητούν τρόπους μείωσης της πρόσληψης ζάχαρης και των θερμίδων», σημείωσε, προσθέτοντας ότι για το λόγο αυτό η βιομηχανία επενδύει στην καινοτομία.
Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Διαιτολόγων-Διατροφολόγων χαιρέτισε την εν λόγω κίνηση, χαρακτηρίζοντάς την ως «πολύ χρήσιμη και ευεργετική πρωτοβουλία για τη δημόσια υγεία».
Ο Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου, Παναγιώτης Βαραγιάννης, σημείωσε ότι οι καταναλωτές έχουν πλέον τη δυνατότητα να επιλέγουν υγιεινά προϊόντα που θα τους βοηθήσουν να ρυθμίσουν καλύτερα και αποτελεσματικότερα τις ημερήσιες θερμίδες που καταναλώνονται.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, το 66,3% των Ελλήνων ήταν υπέρβαροι το 2014, ενώ το ποσοστό για τις Ελληνίδες ανήλθε στο 48,1%.
Για τον κ. Βαραγιάννη απαιτείται μια ολιστική προσέγγιση για την αντιμετώπιση αυτού του ανησυχητικού φαινομένου. Εκτός από τις πρωτοβουλίες αναδιαμόρφωσης τροφίμων, εξήγησε ότι πρέπει να εντατικοποιηθούν οι εκστρατείες ευαισθητοποίησης και η μεσογειακή διατροφή να προωθηθεί περαιτέρω ως υγιεινή επιλογή.
«Οι διαιτολόγοι και οι διατροφολόγοι έχουν καθοριστικό και κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της καλής διατροφικής συμπεριφοράς σε όλες τις ηλικίες, καθώς και σε ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες (έγκυες, βρέφη, παιδιά και ηλικιωμένους)», υπογράμμισε.
Τα στοιχεία για την παιδική παχυσαρκία είναι ακόμη χειρότερα. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, το ποσοστό των παχύσαρκων παιδιών στην Ελλάδα αυξήθηκε από 12% σε 13,8%.
Ο Επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας – Διατροφής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, Γιάννης Μανιός, δήλωσε στη EURACTIV ότι αυτή η «επιδημική» τάση αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Πρόσθεσε, ακόμη, ότι η πρωτοβουλία του ΣΕΒΑ αποτελεί κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά επέμεινε ότι μπορεί να φέρει αποτελέσματα μόνο σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές.
Παράλληλα, τόνισε ότι οι γονείς έχουν συχνά μια «εσφαλμένη εικόνα» για το σώμα των παιδιών τους και θεωρούν ότι το ελαφρώς αυξημένο σωματικό βάρος είναι επιθυμητό και ιδανικό. Συνεπώς, δίνουν στα παιδιά τους μεγάλες ποσότητες φαγητού, με την πεποίθηση ότι συνιστούν «υγιεινές επιλογές».
«Ταυτόχρονα, οι ευκαιρίες σωματικής άσκησης και η ασφαλής μεταφορά στο σχολείο με τα πόδια ή με ποδήλατο είναι περιορισμένες στη χώρα μας», ανέφερε.
«Ως εκ τούτου, το κράτος και οι δήμοι έχουν ευθύνη τόσο για την εκπαίδευση των γονέων, όσο και για τη διαμόρφωση ενός φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος που υποστηρίζει έναν υγιεινό τρόπο ζωής», κατέληξε.
Ο ρόλος του σχολείου
Ο κ. Μανιός τόνισε τον κομβικό ρόλο του σχολείου στη διδασκαλία ενός υγιεινού τρόπου ζωής.
«Όσον αφορά τη διατροφή, τα τρόφιμα που διατίθενται στο κυλικείο ή που φέρνουν οι μαθητές από το σπίτι πρέπει να περιορίζονται σε υγιείς και ελκυστικές επιλογές. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω δράσεων που πρέπει να υλοποιηθούν στο σχολείο και σε συνεργασία με τους γονείς», ανέφερε.
Για τον κ. Βαραγιάννη, τα υπάρχοντα προγράμματα πρόληψης της παιδικής παχυσαρκίας στα σχολεία, αν και αποτελεσματικά, δεν επαρκούν και απαιτείται μια πιο συντονισμένη προσέγγιση.
Σημείωσε ότι τα σχολικά κυλικεία θα πρέπει να «προωθήσουν» τα μεσογειακά προϊόντα διατροφής και να προστεθεί ένα σχετικό μάθημα στο πρόγραμμα σπουδών.
Το άρθρο στη EURACTIV μπορείτε να το διαβάσετε και από εδώ: www.euractiv.gr/section/georgia-kai-trofima/news