28.1.2015
Η ζάχαρη ή αλλιώς σουκρόζη είναι ένας δισακχαρίτης αποτελούμενος από ένα μόριο γλυκόζης και ένα μόριο φρουκτόζης. Ανήκει στα θρεπτικά συστατικά, τους υδατάνθρακες, που αποτελούν βασική πηγή ενέργειας για το σώμα μας. Ωστόσο, κατά τα τελευταία 50 χρόνια, η κατανάλωση ζάχαρης έχει τριπλασιαστεί σε όλο τον κόσμο και ένας εκτεταμένος όγκος επιστημονικών δεδομένων υποδεικνύουν ότι η υπερκατανάλωση ζάχαρης και άλλων επεξεργασμένων υδατανθράκων έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία, όπως το υπερβολικό βάρος, ο διαβήτης, οι καρδιακές παθήσεις και η συμβολή της στην οδοντική τερηδόνα (Lustig et al, 2012).
Παρά ταύτα, η συσχέτιση μεταξύ ζάχαρης και κακής υγείας έχει παραμείνει ένα ζήτημα αμφιλεγόμενο κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Ο λόγος είναι ότι τα αρχικά δεδομένα για τη συσχέτιση ζάχαρης-ασθένειας είχαν περιορισμένη βαρύτητα αλλά και ότι είναι ισχυρά τα οικονομικά συμφέροντα που σχετίζονται με την παραγωγή και την πώληση προϊόντων με βάση τη ζάχαρη. Η ένταση μεταξύ της βιομηχανίας και των επιστημόνων έγινε ξεκάθαρη μετά τη σύσταση του 2003 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO, 2003) ότι η κατανάλωση ζάχαρης πρέπει να περιορίζεται στο 10% της ενεργειακής πρόσληψης, σύσταση που δέχτηκε επίθεση σε μεγάλο βαθμό από τη βιομηχανία ζάχαρης και πολλές κυβερνήσεις, αλλά τελικά διατηρήθηκε (Willett et al, 2013).
Τα τελευταία δεδομένα ισχυροποιούν την υπόθεση ότι η ζάχαρη και τα προϊόντα που βασίζονται σε αυτή παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας.Μια μεγάλη πρόσφατη συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση τυχαιοποιημένων και προοπτικών μελετών που δημοσιεύτηκε στο British Medical Journal υποστήριξε ότι η ζάχαρη έχει δυσμενή επίδραση στο σωματικό βάρος σε ενήλικες (Te Morenga et al, 2012). Παράλληλα, τελευταίες τυχαιοποιημένες μελέτες στο περιοδικό New England Journal of Medicine επιβεβαίωσαν τις αρνητικές επιπτώσεις της υψηλής κατανάλωσης ζάχαρης στο σωματικό βάρος παιδιών και εφήβων (De Ruyter et al, 2012, Ebbeling et al, 2012) .Πολλές από τις μελέτες εξέτασαν το ρόλο των σακχαρούχων ποτών στο σωματικό βάρος. Η ζάχαρη σε αυτή τη μορφή δεν προκαλεί αίσθημα κορεσμού στον ίδιο βαθμό όπως και σε στερεά μορφή, γεγονός που καθιστά ευκολότερη την υπερκατανάλωση (Watts, 2013).
Αν και η διαπίστωση ότι η ζάχαρη συμβάλλει στην ανάπτυξη παχυσαρκίας είναι από μόνη της σημαντική, οι συστάσεις για την πρόσληψη ζάχαρης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλες τις επιπτώσεις της στην υγεία. Ένα αυξανόμενος όγκος επιδημιολογικών δεδομένων και παθογενετικών μηχανισμών φανερώνει ότι η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης επηρεάζει την ανθρώπινη υγεία πέρα από την απλή προσθήκη θερμίδων.Το σημαντικότερο είναι ότι η ζάχαρη και γενικά οι επεξεργασμένοι υδατάνθρακες επάγουν όλες τις ασθένειες που σχετίζονται με το μεταβολικό σύνδρομο (Lustig et al, 2012, Malik et al, 2010). Αυτές περιλαμβάνουν:
– την υπέρταση (η φρουκτόζη αυξάνει το ουρικό οξύ, το οποίο αυξάνει την πίεση του αίματος),
– τα υψηλά τριγλυκερίδια και την αντίσταση στην ινσουλίνη μέσω σύνθεσης λίπους στο ήπαρ,
– το Σακχαρώδη Διαβήτη λόγω της ταχείας αύξησης της μεταγευματικής γλυκόζης και ινσουλίνης του πλάσματος και της αυξημένης παραγωγής γλυκόζης από το ήπαρ σε συνδυασμό με την αντίσταση στην ινσουλίνη (Malik et al, 2010).
– τη διαδικασία της γήρανσης, που προκαλείται από βλάβη στα λιπίδια, στις πρωτεΐνες και στο DNA μέσω μη-ενζυματικής δέσμευσης της φρουκτόζης σε αυτά τα μόρια(Lustigetal, 2012).
Αν και απαιτούνται περαιτέρω μελέτες, η βαρύτητα των ευρημάτων δείχνει ξεκάθαρη και συνεπή σχέση μεταξύ ζάχαρης (ιδιαίτερα των σακχαρούχων ποτών) με τις καρδιοπάθειες (Fung et al, 2009, Malik et al, 2011, DeKoning et al, 2012). Σε προοπτική μελέτη από τη σχολή Δημόσιας Υγείας του Harvard, σε περισσότερους από 40000 άνδρες φάνηκε ότι η κατανάλωση σακχαρούχων ποτών σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, ενώ, αντίθετα, η κατανάλωση τεχνητών γλυκαντικών ποτών δεν έδειξε τέτοια συσχέτιση (DeKoning et al, 2012).
Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι η φρουκτόζη ασκεί τοξικές επιδράσεις στο ήπαρ που είναι παρόμοιες με εκείνες του αλκοόλ. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, διότι το αλκοόλ προέρχεται από τη ζύμωση της ζάχαρης. Κάποιες αρχικές μελέτες έχουν επίσης συνδέσει την κατανάλωση ζάχαρης με τον καρκίνο και τη γνωστική εξασθένηση του ανθρώπου (Lustig et al, 2012).
Αυτά, καθώς και άλλα στοιχεία στην ευρύτερη βιβλιογραφία, υποδηλώνουν ότι θα πρέπει να περιοριστεί η κατανάλωση ζάχαρης, αλλά τα ερωτήματα παραμένουν. Ποιο είναι το επιθυμητό όριο; Δεν υπάρχει σαφές όριο για τις πολλές αρνητικές επιπτώσεις της πρόσληψης ζάχαρης. Σε γενικές γραμμές η σχέση ζάχαρης και κακής υγείας φαίνεται να είναι σχεδόν γραμμική, γεγονός που καθιστά το όριο κάπως αυθαίρετο. Η τρέχουσα πρόσληψη ζάχαρης στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι περίπου 15% της συνολικής ενέργειας. Το όριο του 10% που έθεσε ο WHO θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας ρεαλιστικός πρακτικός στόχος. Από την άλλη, η Αμερικάνικη Εταιρεία Καρδιολογίας (American Heart Association) προτείνει όριο περίπου στο 5% της ενέργειας, σύσταση πιθανόν ακόμα πιο κατάλληλη για την επίτευξη του στόχου της βέλτιστης υγείας (Johnson et al, 2009).
Οι προσπάθειες για τη μείωση της πρόσληψης ζάχαρης είναι απαραίτητες, αλλά θα πρέπει να αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για τη βελτίωση της ποιότητας των υδατανθράκων , η οποία θα περιλαμβάνει τη μείωση της πρόσληψης των επεξεργασμένων υδατανθράκων. Πρέπει να αναληφθεί δράση σε πολλά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, καθώς και βελτιώσεων σε τρόφιμα και ποτά που παρέχονται στα σχολεία και τους χώρους εργασίας. Η μείωση της ποσότητας της ζάχαρης που καταναλώνεται από ποτά χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, λόγω των ισχυρών αποδεικτικών στοιχείων για την ευκολία με την οποία η υπερβολική ζάχαρη καταναλώνεται σε αυτή τη μορφή. Θα ήταν χρήσιμες κάποιες πολιτικές προσεγγίσεις, όπως η επιβολή φόρων για τα σακχαρούχα ποτά, οι περιορισμοί στη διαφήμιση για τα παιδιά και ο περιορισμός του μεγέθους της μερίδας. Οι επαγγελματίες υγείας θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, ζητώντας στοιχεία, σε επίπεδο ρουτίνας, όχι μόνο για την κατανάλωση καπνού και αλκοόλ, αλλά και ζάχαρης/σακχαρούχων ποτών (Watts, 2013).
Γράφει ο/η Dr. Λάμπρος Μελίστας, PhD, MSc
Κλινικός Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
Διδάκτωρ Χαροκόπειου Πανεπιστημίου
MSc στην Κλινική Διαιτολογία
• De Koning L, Malik VS, Kellogg MD, Rimm EB, Willett WC, Hu FB (2012). Sweetened beverage consumption, incident coronary heart disease, and biomarkers of risk in men/clinical perspective. Circulation.125:1735-41.
• De Ruyter JC, Olthof MR, Seidell JC, Katan MB (2012). A trial of sugar-free or sugar-sweetened beverages and body weight in children. N Engl J Med. 367:1397-406.
• Ebbeling CB, Feldman HA, Chomitz VR, Antonelli TA, Gortmaker SL, Osganian SK, et al (2012). A randomized trial of sugar-sweetened beverages and adolescent body weight. N Engl J Med. 367:1407-16.
• Fung TT, Malik V, Rexrode KM, Manson JE, Willett WC, Hu FB (2009). Sweetened beverage consumption and risk of coronary heart disease in women. AmJ Clin Nutr. 89:1037-42.
• Johnson RK, Appel LJ, Brands M, Howard BV, Lefevre M, Lustig RH, et al (2009). Dietary sugars intake and cardiovascular health: a scientific statement from the American Heart Association. Circulation. 120:1011-20.
• Lustig RH, Schmidt LA, Brindis CD (2012). Public health: the toxic truth about sugar. Nature. 482:27-9.
• Malik VS, Popkin BM, Bray GA, Despres JP, Willett WC, Hu FB (2010). Sugar-sweetened beverages and risk of metabolic syndrome and type 2 diabetes: a meta-analysis. Diabetes Care.33:2477-83.
• Malik VS, Hu FB (2011). Sugar-sweetened beverages and health: where does the evidence stand? Am J Clin Nutr. 94(5):1161-2.
• Te Morenga L, Mallard S, Mann J (2012). Dietary sugars and body weight: systematic review and meta-analyses of randomised controlled trials and cohort studies. BMJ.345:e7492.
• Watts G (2013) Sugar and the heart: old ideas revisited. BMJ. 15;346:e7800.
• WHO. Diet, nutrition and the prevention of chronic diseases: report of a joint WHO/FAO expert consultation. Report 916. 2003. www.fao.org/docrep/005/AC911E/AC911E00.HTM.
• Willett WC, Ludwig DS (2013). Science souring on sugar. BMJ.15;346:e8077